Πσκοφ

Πσκοφ
Πόλη, πρωτεύουσα ομώνυμης διοικητικής περιφέρειας, στη Ρωσία. Είναι χτισμένη σε μικρή απόσταση από τις εκβολές του ποταμού Βελικάια, στις όχθες της ομώνυμης λίμνης. Η πόλη αυτή, μία από τις αρχαιότερες της Ρωσίας, ήταν κατά τον Μεσαίωνα οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο. Σήμερα είναι ανεπτυγμένη βιομηχανία, κυρίως ειδών από δέρμα, ενώ οι γύρω από την πόλη αγροτικές περιοχές παράγουν σημαντικές ποσότητες λιναριού. Η ομώνυμη λίμνη βρίσκεται 200 χλμ. ΝΔ της Πετρούπολης και έχει έκταση 3.513 τ. χλμ. Η παλαιότερη ονομασία της ήταν Πέιπους. Στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο κατελήφθη μαζί με τη γύρω περιοχή από τους Γερμανούς και απελευθερώθηκε το 1944.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ταρέγεφ, Εβγκένι Μιχάιλοβιτς — (Πσκόφ 1895 – ;). Σοβιετικός γιατρός. Σπούδασε στην Ιατρική σχολή του πανεπιστημίου της Μόσχας. Διετέλεσε καθηγητής και κατόπιν διευθυντής της έδρας της θεραπευτικής σχολής του 1ου Ινστιτούτου Ιατρικής της Μόσχας. Ασχολήθηκε κυρίως με την… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… …   Dictionary of Greek

  • πανσλαβισμός — Πολιτική και πολιτιστική κίνηση, της οποίας η ιδεολογική αφετηρία πρέπει να αναζητηθεί στους τελευταίους αιώνες του Μεσαίωνα. Ο όρος π. δεν είναι σλαβικός (προτάθηκε από τον Χέρκελ το 1826) και το περιεχόμενο του δεν είναι πάντοτε σαφές. Η θεωρία …   Dictionary of Greek

  • αγροτικά κινήματα και εξεγέρσεις — Γενικά με τον όρο αυτό νοούνται οι μαζικοί και βίαιοι αγώνες που διεξάγει η αγροτική τάξη για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Οι αγώνες αυτοί έχουν χαρακτήρα άλλοτε αιφνίδιο, αυθόρμητο και ανοργάνωτο (εξεγέρσεις) και άλλοτε καλύτερα… …   Dictionary of Greek

  • Μουσόργκσκι, Μόντεστ Πέτροβιτς — (Καρέβο, Πσκοφ 1839 – Πετρούπολη 1881). Ρώσος συνθέτης. Κατευθύνθηκε από τη μητέρα του στη σπουδή του πιάνου, αλλά υποχρεώθηκε να παραμελήσει την πρώιμη κλίση του για τη μουσική, για να ικανοποιήσει την επιθυμία του πατέρα του, που τον ώθησε στην …   Dictionary of Greek

  • Πέιπους — (Τσούντσκογε Όζερο, ρωσ.). Λίμνη της βορειοανατολικής Ευρώπης, στη πρώην Σοβιετική Ένωση, στα σύνορα μεταξύ Ρωσίας στα Α και Εσθονίας στα Δ. Σχηματίζεται από δύο συνεχόμενες λεκάνες, την κυρίως Τσούντσκογε Όζερο στα Β, και τη λίμνη Πσκοφ στα Ν,… …   Dictionary of Greek

  • Πούσκιν, Αλεξάντρ Σεργκέεβιτς — (Μόσχα 1799 – Πετρούπολη 1837). Pώσος συγγραφέας. Απόγονος, από την πλευρά του πατέρα του, παλαιάς αριστοκρατικής οικογένειας και, από την πλευρά της μητέρας του, του περίφημου αράπη του Μεγάλου Πέτρου (του Αβησσυνού Αννίβα, τον οποίο προστάτευσε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”